προδιορθούμαι

προδιορθούμαι
-όομαι Α [διορθῶ]
διορθώνω εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προδιόρθωση — η / προδιόρθωσις, ώσεως, ΝΑ [προδιορθοῡμαι] (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο, όταν πρόκειται να λεχθεί κάτι δυσάρεστο ή απροσδόκητο, προτάσσεται φράση κατάλληλη να μετριάσει την εντύπωση τού ακροατή ή να προλάβει ενδεχόμενη αποδοκιμασία του, όπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”